-
1 матка
1. анат. η μήτρα 2. (самка) το θηλυκό, η θηλύκιαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > матка
-
2 матка
ма́ткаж1. анат. ἡ μήτρα·2. (самка) ἡ μάνα, ἡ θηλύκια / ἡ βασίλισσα (у пчел). -
3 матка
-и θ.1. το θηλυκό των ζώων. || η βασίλισσα των μελισσών.2. (ανατομ.) η μήτρα.3. φυτό για πολλαπλασιασμό.4. (απλ.) μάνα. || μτφ. αρχηγός, μάνα (σε μερικά παιγνίδια).5. πολεμικό σκάφος εφοδιασμού.6. (διαλκ.) πυξίδα. -
4 пчелиный
της μέλισσας- рой το σμάρι, το μελίσσιτο μελισσολόι, το σμήνος των μελισσώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пчелиный
-
5 пчелиный
επ.μελισσινός, μελίσσιος, της μέλισσας•пчелиный мд μέλι μελισσών•
пчелиный улей κυψέλη μελισσών•
-ая матка η βασίλισσα των μελισσών.
ουσ. πλθ. -ые τα μελισσοειδή. -
6 червить
-итρ.δ. (μελισκ.) γεννώ•матка -ит η βασίλισσα γεννά αυγά.